- ελειογενής
- ης, ες малярийный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελειογενής — ές (Α ἑλειογενής, ές) νεοελλ. αυτός που προέρχεται από το έλος («ελειογενής πυρετός» η ελονοσία) αρχ. αυτός που γεννιέται, αναπτύσσεται στα έλη («ἑλειογενής ὄρυζα») … Dictionary of Greek
ἑλειογενές — ἑλειογενής marsh born masc/fem voc sg ἑλειογενής marsh born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ελογενής — ες και ελειογενής, ές αυτός που γίνεται ή αναπτύσσεται σε έλη («ελογενείς πυρετοί») … Dictionary of Greek